- νευρικός
- -ή, -ό, θηλ. και -ιά (ΑΜ νευρικός, -ή, -όν) [νεύρον]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα νεύρα ή αυτός που προκαλείται από τα νεύρα (α. «νευρικό σύστημα» β. «νευρικός κλονισμός»)2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα νευρικάοι παθήσεις τών νεύρωννεοελλ.1. (ως επίθ. και ως ουσ.) (για πρόσ.) αυτός που έχει ευερέθιστα νεύρα οξύθυμος, ευέξαπτος2. φρ. α) «νευρική απόληξη»βιολ. αισθητήριος δέκτης που αποτελεί κατάληξη τών περιφερειακών νευρικών ινών και βρίσκεται στο δέρμα ή στους υποδόριους ιστούςβ) «νευρική αύλακα»βιολ. επιμήκης εγκόλπωση τής νευρικής πλάκας τών σπονδυλοζώωνγ) «νευρική ίνα»βιολ. μεγάλη επιμήκης αποφυάδα τού νευρώναδ) «νευρική κοιλότητα»βιολ. κοιλότητα που αποτελεί το κεντρικό νευρικό σύστημα και, στα σπονδυλόζωα, τα σπονδυλικά τόξα και το κρανίοε) «νευρική κρηπίδα» — ομάδα εμβρυϊκών κυττάρων νευροδερμικής προέλευσης τα οποία αποχωρίζονται κατά τον σχηματισμό τού νευρικού σωλήνα και παύουν να αποτελούν μέρος τού κεντρικού νευρικού συστήματος, αλλ. νευρική ακρολοφίαστ) «νευρική πλάκα»βιολ. ραχιαία πάχυνση τού εξωδέρματος στο πρώιμο έμβρυο τών σπονδυλοζώων, από το οποίο τελικά αναπτύσσεται το κεντρικό νευρικό σύστημαζ) «νευρική πτυχή» — στάδιο κατά την ανάπτυξη τού κεντρικού νευρικού συστήματος, που συνίσταται στην προς τα άνω αύξηση τής νευρικής πλάκας και σχηματίζει μία πλευρά τής νευρικής αύλακαςη) «νευρική χορδή» — σχηματισμός τού νευρικού συστήματος τών σπονδυλοζώων και πολλών ασπονδύλων ο οποίος προεκτείνει τον εγκέφαλο ή τα εγκεφαλικά γάγγλια στο οπίσθιο μέρος τού σώματοςθ) «νευρικό δίκτυο»ζωολ. πρωτόγονη διάταξη τών νευρικών κυττάρων και αποφυάδων, η οποία σχηματίζει το νευρικό σύστημα πολλών κατώτερων ζώωνι) «νευρικό ινίδιο» — κυτταροπλασματικό ινίδιο, δέσμη μικροσωληνίσκων, που περιέχεται στο αξονόπλασμα ή στο περικάρυοια) «νευρικό κύτταρο» — ο νευρώναςιβ) «νευρικό σύστημα»βιολ. οργανωμένο σύνολο ειδικευμένων κυττάρων το οποίο ρυθμίζει τις λειτουργίες ενός πολυκύτταρου ζωικού οργανισμού, τις αποκρίσεις του στα ερεθίσματα τού εσωτερικού και τού εξωτερικού περιβάλλοντός τουιγ) «κεντρικό νευρικό σύστημα»βιολ. το νευρικό σύστημα τών ανώτερων ζώων, το οποίο αποτελείται από τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό και στο οποίο είναι συγκεντρωμένο το σύνολο τών απειράριθμων νευρώνων τού οργανισμούιδ) «νευρικός ιστός»ανατ. ιστός που αποτελείται από τους νευρώνες και τις αποφυάδες τους, καθώς και από τα συνοδευτικά κύτταραιε) «νευρικός σωλήνας» — κυλινδρικός κοίλος σωλήνας που εμφανίζεται κατά το τέλος τής νευριδίωσης στα έμβρυα τών σπονδυλοζώων από το νευρόδερμαιστ) «νευρικό τόξο»ανατ. σκελετικό τόξο, συνήθως ημικυκλικό ή υοειδές, που επικαλύπτει το κοιλιακό σώμα κάθε σπονδύλουμσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ νευρικόν(στο Βυζάντιο) στρατιωτικό ένδυμα από πίλημα που τό φορούσαν γύρω από το στήθος αντί για θώρακααρχ.αυτός που έχει πάθηση τών νεύρων.επίρρ...νευρικώς και -ά (Α νευρικῶς)νεοελλ.νευριασμένα, με νευρικό τρόποαρχ.όπως το νεύρο, όπως ο τένοντας.
Dictionary of Greek. 2013.